κόροιφος

κόροιφος
κόροιφος, -ον (δ. γρφ. κόρυφος) (Α)
αυτός που διαφθείρει τα κορίτσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + -οιφος (< οἴφω «συνουσιάζομαι»), πρβλ. φίλ-οιφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οίφω — οἴφω και σπαν. οἰφῶ, έω (Α) (δωρ. τ.) (για άνδρα) συνευρίσκομαι με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἴφω έχει συνδεθεί με τ. τής ίδιας σημ., όπως αρχ. ινδ. yabhati, αρχ. σλαβ. jebo, ρωσ. jebu. Παρ όλα αυτά, προβλήματα παρουσιάζει η διαφορά ανάμεσα στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”